Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preparàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prepaˈrato]

1 απίκο
2 έτοιμος
3 προδιατεθειμένος
4 προετοιμασμένος
5 προγραμματισμένος
6 πρόθυμος
7 προπαρασκευασμένος
8 πρόσφορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preparativo preparatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)
preparare (ρ. μτβ.)
prepararsi (ρ.μ. (αντων.))
preparativo (αρσ. επίθ και ουσ)
preparato (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatorio (επίθ.)
preparazione (θηλ.ουσ)
prepensionamento (ουσ αρσ )
preponderante (επίθ.)
preponderanza (θηλ.ουσ)
preponderare (ρ.αμτβ.)
preporre (ρ. μτβ.)
prepositivo (επίθ.)
prepositura (θηλ.ουσ)
prepositurale (θηλ. επίθ και ουσ)
preposizione (θηλ.ουσ)
prepotente (ουσ αρσ και θηλ.)
prepotente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---