Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprepotènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [prepoˈtɛnte] 1 νταής 2 αλαζονικός άνθρωπος prepotènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [prepoˈtɛnte] προπετής (-ής, -ές), αυθάδης (-ης, -ες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |