Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prepotére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prepoˈtere]

καταχρηστική εξουσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prepotenza prepubere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preposizione (θηλ.ουσ)
prepotente (ουσ αρσ και θηλ.)
prepotente (επίθ.)
prepotentemente (επίρ.)
prepotenza (θηλ.ουσ)
prepotere (ουσ αρσ )
prepubere (επίθ.)
prepubertà (θηλ.ουσ)
prepuziale (επίθ.)
prepuzio (ουσ αρσ )
preraffaellismo (ουσ αρσ )
preraffaellita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preraffreddamento (ουσ αρσ )
preraffreddare (ρ. μτβ.)
prerinascimentale (επίθ.)
preriscaldamento (ουσ αρσ )
preriscaldare (ρ. μτβ.)
preriscaldatore (ουσ αρσ )
prerogativa (θηλ.ουσ)
preromanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---