Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prerogatìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prerogaˈtiva]

1 δώρο
2 ευεργέτημα
3 ιδιότητα
4 προνόμιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preriscaldatore preromanico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preraffreddare (ρ. μτβ.)
prerinascimentale (επίθ.)
preriscaldamento (ουσ αρσ )
preriscaldare (ρ. μτβ.)
preriscaldatore (ουσ αρσ )
prerogativa (θηλ.ουσ)
preromanico (επίθ.)
preromano (επίθ.)
preromanticismo (ουσ αρσ )
preromantico (αρσ. επίθ και ουσ)
presa (θηλ.ουσ)
presagio (ουσ αρσ )
presagire (ρ. μτβ.)
presago (επίθ.)
presalario (ουσ αρσ )
presame (ουσ αρσ )
presbiopia (θηλ.ουσ)
presbite (ουσ αρσ και θηλ.)
presbite (επίθ.)
presbiterale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---