Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprésa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpresa] 1 (l'afferrare) το πιάσιμο, η λαβή 2 elettricità η πρίζα 3 (pizzico) η λαβή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |