Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


présa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpresa]

1 (l'afferrare) το πιάσιμο, η λαβή
2 elettricità η πρίζα
3 (pizzico) η λαβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preromantico presagio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prerogativa (θηλ.ουσ)
preromanico (επίθ.)
preromano (επίθ.)
preromanticismo (ουσ αρσ )
preromantico (αρσ. επίθ και ουσ)
presa (θηλ.ουσ)
presagio (ουσ αρσ )
presagire (ρ. μτβ.)
presago (επίθ.)
presalario (ουσ αρσ )
presame (ουσ αρσ )
presbiopia (θηλ.ουσ)
presbite (ουσ αρσ και θηλ.)
presbite (επίθ.)
presbiterale (επίθ.)
presbiterato (ουσ αρσ )
presbiterianesimo (ουσ αρσ )
presbiterianismo (ουσ αρσ )
presbiteriano (αρσ. επίθ και ουσ)
presbiterio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---