Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prèsbite  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛzbite]

πρεσβύωψ

prèsbite  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛzbite]

πρεσβυωπικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presbiopia presbiterale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presagire (ρ. μτβ.)
presago (επίθ.)
presalario (ουσ αρσ )
presame (ουσ αρσ )
presbiopia (θηλ.ουσ)
presbite (ουσ αρσ και θηλ.)
presbite (επίθ.)
presbiterale (επίθ.)
presbiterato (ουσ αρσ )
presbiterianesimo (ουσ αρσ )
presbiterianismo (ουσ αρσ )
presbiteriano (αρσ. επίθ και ουσ)
presbiterio (ουσ αρσ )
presbitero (ουσ αρσ )
presbitismo (ουσ αρσ )
prescegliere (ρ. μτβ.)
prescelto (ουσ αρσ )
prescelto (επίθ.)
presciente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prescienza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---