Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prepotènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prepoˈtɛntsa]

1 υπεροψία
2 αυταρχικότητα
3 δεσποτισμός
4 αυταρχισμός
5 νταηλίκι
6 αλαζονεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prepotentemente prepotere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prepositurale (θηλ. επίθ και ουσ)
preposizione (θηλ.ουσ)
prepotente (ουσ αρσ και θηλ.)
prepotente (επίθ.)
prepotentemente (επίρ.)
prepotenza (θηλ.ουσ)
prepotere (ουσ αρσ )
prepubere (επίθ.)
prepubertà (θηλ.ουσ)
prepuziale (επίθ.)
prepuzio (ουσ αρσ )
preraffaellismo (ουσ αρσ )
preraffaellita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
preraffreddamento (ουσ αρσ )
preraffreddare (ρ. μτβ.)
prerinascimentale (επίθ.)
preriscaldamento (ουσ αρσ )
preriscaldare (ρ. μτβ.)
preriscaldatore (ουσ αρσ )
prerogativa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---