Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpreponderànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [prepondeˈrantsa] 1 ξεπέρασμα 2 επικράτηση 3 ανωτερότητα 4 υπέρβαση 5 υπεροχή 6 πλειονότητα 7 υπερίσχυση 8 επισκίαση 9 προβάδισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |