Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preponderàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [prepondeˈrare]

1 δεσπόζω
2 επικρατώ
3 επιχωριάζω
4 υπερισχύω
5 κυριαρχώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preponderanza preporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preparatorio (επίθ.)
preparazione (θηλ.ουσ)
prepensionamento (ουσ αρσ )
preponderante (επίθ.)
preponderanza (θηλ.ουσ)
preponderare (ρ.αμτβ.)
preporre (ρ. μτβ.)
prepositivo (επίθ.)
prepositura (θηλ.ουσ)
prepositurale (θηλ. επίθ και ουσ)
preposizione (θηλ.ουσ)
prepotente (ουσ αρσ και θηλ.)
prepotente (επίθ.)
prepotentemente (επίρ.)
prepotenza (θηλ.ουσ)
prepotere (ουσ αρσ )
prepubere (επίθ.)
prepubertà (θηλ.ουσ)
prepuziale (επίθ.)
prepuzio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---