Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preparàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prepaˈrare]

προετοιμάζω, παρασκευάζω

prepararsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [prepaˈrarsi]

(vestirsi) ετοιμάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preordinazione preparativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)
preordinamento (ουσ αρσ )
preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)
preparare (ρ. μτβ.)
prepararsi (ρ.μ. (αντων.))
preparativo (αρσ. επίθ και ουσ)
preparato (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatorio (επίθ.)
preparazione (θηλ.ουσ)
prepensionamento (ουσ αρσ )
preponderante (επίθ.)
preponderanza (θηλ.ουσ)
preponderare (ρ.αμτβ.)
preporre (ρ. μτβ.)
prepositivo (επίθ.)
prepositura (θηλ.ουσ)
prepositurale (θηλ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---