Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preoccupànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preokkuˈpante]

ανησυχητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prensione preoccupare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prenotarsi (ρ.μ. (αντων.))
prenotazione (θηλ.ουσ)
prenozione (θηλ.ουσ)
prensile (επίθ.)
prensione (θηλ.ουσ)
preoccupante (επίθ.)
preoccupare (ρ. μτβ.)
preoccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
preoccupato (επίθ.)
preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)
preordinamento (ουσ αρσ )
preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)
preparare (ρ. μτβ.)
prepararsi (ρ.μ. (αντων.))
preparativo (αρσ. επίθ και ουσ)
preparato (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preparatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---