Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prènsile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛnsile]

συλληπτήριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prenozione prensione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prenominato (επίθ.)
prenotare (ρ. μτβ.)
prenotarsi (ρ.μ. (αντων.))
prenotazione (θηλ.ουσ)
prenozione (θηλ.ουσ)
prensile (επίθ.)
prensione (θηλ.ουσ)
preoccupante (επίθ.)
preoccupare (ρ. μτβ.)
preoccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
preoccupato (επίθ.)
preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)
preordinamento (ουσ αρσ )
preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)
preparare (ρ. μτβ.)
prepararsi (ρ.μ. (αντων.))
preparativo (αρσ. επίθ και ουσ)
preparato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---