Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prenotàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [prenoˈtare]

προσημειώνω, δηλώνω, κλίνω θέση

prenotarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [prenoˈtarsi]

1 προεγγράφομαι
2 κλείνω θέση (σε ξενοδοχείο κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prenominato prenotazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prendibile (επίθ.)
prendisole (ουσ αρσ )
prenditore (ουσ αρσ )
prenome (ουσ αρσ )
prenominato (επίθ.)
prenotare (ρ. μτβ.)
prenotarsi (ρ.μ. (αντων.))
prenotazione (θηλ.ουσ)
prenozione (θηλ.ουσ)
prensile (επίθ.)
prensione (θηλ.ουσ)
preoccupante (επίθ.)
preoccupare (ρ. μτβ.)
preoccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
preoccupato (επίθ.)
preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)
preordinamento (ουσ αρσ )
preordinare (ρ. μτβ.)
preordinazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---