Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prenditóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prendiˈtore]

1 δικαιούχος πληρωμής
2 λήπτης επιταγής
3 δέκτης
4 αποδέκτης
5 παίκτης που πιάνει μπάλα (στο μπέιζμπολ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prendisole prenome  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prendere (ρ. μτβ.)
prendersi (ρ.μ. (αντων.))
prendersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
prendibile (επίθ.)
prendisole (ουσ αρσ )
prenditore (ουσ αρσ )
prenome (ουσ αρσ )
prenominato (επίθ.)
prenotare (ρ. μτβ.)
prenotarsi (ρ.μ. (αντων.))
prenotazione (θηλ.ουσ)
prenozione (θηλ.ουσ)
prensile (επίθ.)
prensione (θηλ.ουσ)
preoccupante (επίθ.)
preoccupare (ρ. μτβ.)
preoccuparsi (ρ.μ. (αντων.))
preoccupato (επίθ.)
preoccupazione (θηλ.ουσ)
preolimpionico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---