Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprenditóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prendiˈtore] 1 δικαιούχος πληρωμής 2 λήπτης επιταγής 3 δέκτης 4 αποδέκτης 5 παίκτης που πιάνει μπάλα (στο μπέιζμπολ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |