Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprèndere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛndere] 1 σκληραίνω 2 ριζοβολώ 3 στρέφομαι 4 γυρίζω 5 πιάνω 6 ριζώνω 7 στρίβω 8 περιφέρομαι 9 πετώ ρίζες prèndere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛndere] παίρνω, λαβαίνω prendersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛndersi] πιάνομαι prèndersela ρήμα που κλίνεται με αντωνυμία ή επιρρηματικό μόριο Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛndersela] εκνευρίζομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαho preso una fregatura = την έπαθα || prendere il sole = κάνω ηλιοθεραπεία || prendere in considerazione = λαμβάνω υπόψη || prendere in giro = πέρνω το ψιλό, κοροϊδεύω || prendere in prestito = δανείζομαι || prendere la mira = σκοπεύω || prendere la scossa = με τινάζει το ρεύμα || prendere parte = παίρνω μέρος σε || prendere qualcosa in appalto = πέρνω κάτι εργολαβία || prendere spunto = παίρνω ερέθισμα || prendere una botta = χτυπώ || prendere una multa = τρώω πρόστιμο || prendersi un malanno = παίρνω αρρώστια || prendersi una cotta per qualcuno = ερωτεύομαι τρελλά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |