Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premunìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [premuˈnire]

1 διαφυλάσσω
2 δυναμώνω
3 προστατεύω
4 οχυρώνω
5 φρουρώ
6 ενισχύω
7 εξοπλίζω
8 προειδοποιώ

premunirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [premuˈnirsi]

1 εξοπλίζομαι
2 παίρνω προληπτικά μέτρα
3 προστατεύομαι
4 προφυλάσσομαι
5 οχυρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premorire premunizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premonitore (επίθ.)
premonitorio (επίθ.)
premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)
premurosità (θηλ.ουσ)
premuroso (επίθ.)
prenatale (επίθ.)
prenatalizio (επίθ.)
prendere (ρ.αμτβ.)
prendere (ρ. μτβ.)
prendersi (ρ.μ. (αντων.))
prendersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---