Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premonizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [premonitˈtsjone]

1 προαγγελία
2 προάγγελμα
3 συναγερμός
4 προειδοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premonitorio premorienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premitura (θηλ.ουσ)
premolare (αρσ. επίθ και ουσ)
premonitore (ουσ αρσ )
premonitore (επίθ.)
premonitorio (επίθ.)
premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)
premurosità (θηλ.ουσ)
premuroso (επίθ.)
prenatale (επίθ.)
prenatalizio (επίθ.)
prendere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---