Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premoriènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [premoˈrjɛntsa]

αποβίωση πριν από κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premonizione premorire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premolare (αρσ. επίθ και ουσ)
premonitore (ουσ αρσ )
premonitore (επίθ.)
premonitorio (επίθ.)
premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)
premurosità (θηλ.ουσ)
premuroso (επίθ.)
prenatale (επίθ.)
prenatalizio (επίθ.)
prendere (ρ.αμτβ.)
prendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---