Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpremunizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [premunitˈtsjone] 1 προανοσία 2 ανοσία εκ προΰπαρξης παθογόνου αιτίου 3 προστατευτικά μέτρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |