Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premunizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [premunitˈtsjone]

1 προανοσία
2 ανοσία εκ προΰπαρξης παθογόνου αιτίου
3 προστατευτικά μέτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premunirsi premura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)
premurosità (θηλ.ουσ)
premuroso (επίθ.)
prenatale (επίθ.)
prenatalizio (επίθ.)
prendere (ρ.αμτβ.)
prendere (ρ. μτβ.)
prendersi (ρ.μ. (αντων.))
prendersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
prendibile (επίθ.)
prendisole (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---