Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpremuràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [premuˈrare] 1 εκτελώ βιαστικά 2 επισπεύδω 3 πιέζω 4 παροτρύνω premuràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [premuˈrarsi] βιάζομαι να κάνω κάτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |