Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [premuˈrare]

1 εκτελώ βιαστικά
2 επισπεύδω
3 πιέζω
4 παροτρύνω

premuràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [premuˈrarsi]

βιάζομαι να κάνω κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premura premurosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)
premurosità (θηλ.ουσ)
premuroso (επίθ.)
prenatale (επίθ.)
prenatalizio (επίθ.)
prendere (ρ.αμτβ.)
prendere (ρ. μτβ.)
prendersi (ρ.μ. (αντων.))
prendersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
prendibile (επίθ.)
prendisole (ουσ αρσ )
prenditore (ουσ αρσ )
prenome (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---