Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premolàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [premoˈlare]

προγόμφιος (δόντι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premitura premonitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premio (αρσ. επίθ και ουσ)
premistoffa (ουσ αρσ )
premistoppa (ουσ αρσ )
premito (ουσ αρσ )
premitura (θηλ.ουσ)
premolare (αρσ. επίθ και ουσ)
premonitore (ουσ αρσ )
premonitore (επίθ.)
premonitorio (επίθ.)
premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
premurosamente (επίρ.)
premurosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---