Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prèmito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛmito]

1 τανυσμός
2 σφίξιμο
3 άκαρπη προσπάθεια κατουρήματος
4 άκαρπο σφίξιμο εκκένωσης εντέρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premistoppa premitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preminente (επίθ.)
preminenza (θηλ.ουσ)
premio (αρσ. επίθ και ουσ)
premistoffa (ουσ αρσ )
premistoppa (ουσ αρσ )
premito (ουσ αρσ )
premitura (θηλ.ουσ)
premolare (αρσ. επίθ και ουσ)
premonitore (ουσ αρσ )
premonitore (επίθ.)
premonitorio (επίθ.)
premonizione (θηλ.ουσ)
premorienza (θηλ.ουσ)
premorire (ρ.αμτβ.)
premunire (ρ. μτβ.)
premunirsi (ρ.μ. (αντων.))
premunizione (θηλ.ουσ)
premura (θηλ.ουσ)
premurare (ρ. μτβ.)
premurarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---