Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpreminènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [premiˈnɛntsa] 1 διάκριση 2 εξέχουσα θέση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |