Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconciliatorìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konʧiljatoˈrizmo] 1 συμφιλίωση 2 ιδιότητα του συμφιλιωτή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |