Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concionàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konʧoˈnare]

1 δημηγορώ
2 μιλώ πομπωδώς
3 ρητορεύω
4 αγορεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concio concionatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concimazione (θηλ.ουσ)
concime (ουσ αρσ )
concinnità (θηλ.ουσ)
concio (ουσ αρσ )
concio (επίθ.)
concionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concionatore (ουσ αρσ )
concionatorio (επίθ.)
concione (θηλ.ουσ)
conciossiaché (σύνδ.)
conciossiacosaché (σύνδ.)
concisione (θηλ.ουσ)
conciso (επίθ.)
concistoriale (επίθ.)
concistoro (ουσ αρσ )
concitamento (ουσ αρσ )
concitato (επίθ.)
concitazione (θηλ.ουσ)
concittadino (αρσ. επίθ και ουσ)
conclamare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---