Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concìme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈʧime]

1 λίπασμα φυσικό
2 λίπασμα χημικό
3 λίπασμα από φύλλα
4 κοπριά
5 κόπρος
6 λίπασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concimazione concinnità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concilio (ουσ αρσ )
concimaia (θηλ.ουσ)
concimare (ρ. μτβ.)
concimatrice (θηλ.ουσ)
concimazione (θηλ.ουσ)
concime (ουσ αρσ )
concinnità (θηλ.ουσ)
concio (ουσ αρσ )
concio (επίθ.)
concionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concionatore (ουσ αρσ )
concionatorio (επίθ.)
concione (θηλ.ουσ)
conciossiaché (σύνδ.)
conciossiacosaché (σύνδ.)
concisione (θηλ.ουσ)
conciso (επίθ.)
concistoriale (επίθ.)
concistoro (ουσ αρσ )
concitamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---