Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcimàia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈmaja] 1 σωρός με κοπριά 2 σωρός κόπρου 3 βόθρος 4 λάκκος με κοπριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |