Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concimàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈmare]

1 λιπαίνω έδαφος με λιπάσματα
2 λιπαίνω με κοπριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concimaia concimatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conciliatorio (επίθ.)
conciliatorismo (ουσ αρσ )
conciliazione (θηλ.ουσ)
concilio (ουσ αρσ )
concimaia (θηλ.ουσ)
concimare (ρ. μτβ.)
concimatrice (θηλ.ουσ)
concimazione (θηλ.ουσ)
concime (ουσ αρσ )
concinnità (θηλ.ουσ)
concio (ουσ αρσ )
concio (επίθ.)
concionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concionatore (ουσ αρσ )
concionatorio (επίθ.)
concione (θηλ.ουσ)
conciossiaché (σύνδ.)
conciossiacosaché (σύνδ.)
concisione (θηλ.ουσ)
conciso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---