Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcinnità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konʧinniˈta] 1 κομψότητα (ύφους) 2 χάρη και κομψότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |