Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcóncio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkonʧo] τετράγωνη πέτρα cóncio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈkonʧo] 1 βολικός 2 κατάλληλος 3 κατεργασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |