Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cóncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkonʧo]

τετράγωνη πέτρα

cóncio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkonʧo]

1 βολικός
2 κατάλληλος
3 κατεργασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concinnità concionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concimare (ρ. μτβ.)
concimatrice (θηλ.ουσ)
concimazione (θηλ.ουσ)
concime (ουσ αρσ )
concinnità (θηλ.ουσ)
concio (ουσ αρσ )
concio (επίθ.)
concionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concionatore (ουσ αρσ )
concionatorio (επίθ.)
concione (θηλ.ουσ)
conciossiaché (σύνδ.)
conciossiacosaché (σύνδ.)
concisione (θηλ.ουσ)
conciso (επίθ.)
concistoriale (επίθ.)
concistoro (ουσ αρσ )
concitamento (ουσ αρσ )
concitato (επίθ.)
concitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---