Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concìlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈʧiljo]

1 συνεδρίαση
2 σύσκεψη
3 συνδιάσκεψη
4 διάσκεψη
5 οικογενειακό συμβούλιο
6 σύνοδος
7 συμβούλιο
8 διάλογος
9 κουβέντα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conciliazione concimaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conciliativo (επίθ.)
conciliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conciliatorio (επίθ.)
conciliatorismo (ουσ αρσ )
conciliazione (θηλ.ουσ)
concilio (ουσ αρσ )
concimaia (θηλ.ουσ)
concimare (ρ. μτβ.)
concimatrice (θηλ.ουσ)
concimazione (θηλ.ουσ)
concime (ουσ αρσ )
concinnità (θηλ.ουσ)
concio (ουσ αρσ )
concio (επίθ.)
concionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concionatore (ουσ αρσ )
concionatorio (επίθ.)
concione (θηλ.ουσ)
conciossiaché (σύνδ.)
conciossiacosaché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---