Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conciliazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konʧiljatˈtsjone]

1 συνδιαλλαγή
2 μόνιασμα
3 μόνοιασμα
4 αδέλφωμα
5 αγαπημός
6 συμβιβασμός
7 διαλλαγή
8 ειρήνευση
9 συμφιλίωση
10 φίλιωμα
11 γεφύρωση
12 γεφύρωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conciliatorismo concilio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conciliarismo (ουσ αρσ )
conciliativo (επίθ.)
conciliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conciliatorio (επίθ.)
conciliatorismo (ουσ αρσ )
conciliazione (θηλ.ουσ)
concilio (ουσ αρσ )
concimaia (θηλ.ουσ)
concimare (ρ. μτβ.)
concimatrice (θηλ.ουσ)
concimazione (θηλ.ουσ)
concime (ουσ αρσ )
concinnità (θηλ.ουσ)
concio (ουσ αρσ )
concio (επίθ.)
concionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
concionatore (ουσ αρσ )
concionatorio (επίθ.)
concione (θηλ.ουσ)
conciossiaché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---