Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conciliarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧiljaˈrizmo]

Συμβουλευτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conciliarsi conciliativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conciliabolo (ουσ αρσ )
conciliante (επίθ.)
conciliare (επίθ.)
conciliare (ρ. μτβ.)
conciliarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
conciliarismo (ουσ αρσ )
conciliativo (επίθ.)
conciliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conciliatorio (επίθ.)
conciliatorismo (ουσ αρσ )
conciliazione (θηλ.ουσ)
concilio (ουσ αρσ )
concimaia (θηλ.ουσ)
concimare (ρ. μτβ.)
concimatrice (θηλ.ουσ)
concimazione (θηλ.ουσ)
concime (ουσ αρσ )
concinnità (θηλ.ουσ)
concio (ουσ αρσ )
concio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---