conciliàre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈljare]
1 συμβουλευτικός
2 συνεδριακός
conciliàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈljare]
1 κερδίζω με ευχάριστες πράξεις
2 συμβιβάζομαι
3 συνδιαλλάσσομαι
4 ειρηνεύω
5 συνδιαλλάσσω
6 αποκομίζω
7 κερδίζω
8 τακτοποιώ
9 συμφιλιώνω
10 συμβιβάζω
11 διευθετώ
12 κατευνάζω
13 εναρμονίζω
14 μεσολαβώ
conciliàrsi
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈljarsi]
1 τα βρίσκω με κάποιον
2 συμφωνώ
3 συμφιλιώνομαι
4 συμβαδίζω
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈljare]
1 συμβουλευτικός
2 συνεδριακός
conciliàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈljare]
1 κερδίζω με ευχάριστες πράξεις
2 συμβιβάζομαι
3 συνδιαλλάσσομαι
4 ειρηνεύω
5 συνδιαλλάσσω
6 αποκομίζω
7 κερδίζω
8 τακτοποιώ
9 συμφιλιώνω
10 συμβιβάζω
11 διευθετώ
12 κατευνάζω
13 εναρμονίζω
14 μεσολαβώ
conciliàrsi
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈljarsi]
1 τα βρίσκω με κάποιον
2 συμφωνώ
3 συμφιλιώνομαι
4 συμβαδίζω
permalink
conciliare (επίθ.)
conciliare (ρ. μτβ.)
conciliarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android