Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconciatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konʧaˈtura] 1 επεξεργασία καπνού 2 διατήρηση των ελιών σε άλμη 3 βυρσοδεψία 4 κατεργασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |