Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [konˈʧare] 1 ξυλοκοπώ 2 κακοποιώ 3 βρωμίζω 4 δημιουργώ ακαταστασία και βρωμιά 5 κάνω άνω-κάτω 6 επεξεργάζομαι καπνά 7 βυρσοδεψώ 8 διατηρώ σε άλμη ελιές 9 λιανίζω 10 κόβω conciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [konˈʧarsi] 1 δημιουργώ βρώμα και ακαταστασία 2 καταντώ 3 βρωμίζομαι 4 γίνομαι ακατάστατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |