Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcóncia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkonʧa] 1 επεξεργασία καπνού 2 υλικό βυρσοδεψίας 3 βυρσοδεψείο 4 διατήρηση σε άλμη των ελιών 5 κατεργασία δερμάτων 6 βυρσοδεψική 7 βυρσοδεψία 8 επεξεργασία δερμάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |