Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconchiliòlogo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kon,kiˈljɔlogo] ειδικός στα όστρακα ή στα οστρακοειδή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |