Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conciapèlli  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,konʧaˈpɛlli]

βυρσοδέψης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conciante conciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conchino (ουσ αρσ )
conchiudere (ρ. μτβ.)
concia (θηλ.ουσ)
conciaiolo (ουσ αρσ )
conciante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conciapelli (ουσ αρσ και θηλ.)
conciare (ρ. μτβ.)
conciarsi (ρ.μ. (αντων.))
conciario (αρσ. επίθ και ουσ)
conciatetti (ουσ αρσ )
conciatore (ουσ αρσ )
conciatura (θηλ.ουσ)
conciliabile (επίθ.)
conciliabilità (θηλ.ουσ)
conciliabolo (ουσ αρσ )
conciliante (επίθ.)
conciliare (επίθ.)
conciliare (ρ. μτβ.)
conciliarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
conciliarismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---