Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conciliàbolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈljabolo]

1 παρασυναγωγή
2 κοινωνική συγκέντρωση
3 κογκλάβιο
4 μυστικό διαβούλιο
5 κρυφή σύσκεψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conciliabilità conciliante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conciatetti (ουσ αρσ )
conciatore (ουσ αρσ )
conciatura (θηλ.ουσ)
conciliabile (επίθ.)
conciliabilità (θηλ.ουσ)
conciliabolo (ουσ αρσ )
conciliante (επίθ.)
conciliare (επίθ.)
conciliare (ρ. μτβ.)
conciliarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
conciliarismo (ουσ αρσ )
conciliativo (επίθ.)
conciliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conciliatorio (επίθ.)
conciliatorismo (ουσ αρσ )
conciliazione (θηλ.ουσ)
concilio (ουσ αρσ )
concimaia (θηλ.ουσ)
concimare (ρ. μτβ.)
concimatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---