Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbonacciaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbonatʧaˈmento] 1 καταπράυνση 2 μπουνάτσα 3 καλμάρισμα 4 γαλήνευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |