Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abboˈnare]

1 εγκρίνω (πχ ένα λογαριασμό)
2 αφαιρώ
3 κάνω έκπτωση
4 εγκρίνω
5 μειώνω
6 κάνω κάποιον συνδρομητή

abbonàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abboˈnarsi]

(tv, rivista, teatro, tram) γίνομαι συντρομητής σε


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbonamento abbonato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbocconare (ρ. μτβ.)
abbonacciamento (ουσ αρσ )
abbonacciare (ρ.αμτβ.)
abbonacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonamento (ουσ αρσ )
abbonare (ρ. μτβ.)
abbonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbonato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbondante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbondantemente (επίρ.)
abbondanza (θηλ.ουσ)
abbondare (ρ.αμτβ.)
abbondevole (επίθ.)
abbondone (ουσ αρσ )
abbonimento (ουσ αρσ )
abbonire (ρ.αμτβ.)
abbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbordabile (επίθ.)
abbordaggio (ουσ αρσ )
abbordare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---