Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbonacciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbonatˈʧare]

1 νηνεμώ
2 καλμάρω
3 κατευνάζω
4 ηρεμώ
5 ησυχάζω
6 γαληνεύω

abbonacciàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [abbonatˈʧarsi]

1 γαληνεύω
2 νηνεμώ
3 ησυχάζω
4 καλμάρω
5 ηρεμώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbonacciamento abbonamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abboccato (επίθ.)
abboccatoio (ουσ αρσ )
abboccatura (θηλ.ουσ)
abbocconare (ρ. μτβ.)
abbonacciamento (ουσ αρσ )
abbonacciare (ρ.αμτβ.)
abbonacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonamento (ουσ αρσ )
abbonare (ρ. μτβ.)
abbonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbonato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbondante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbondantemente (επίρ.)
abbondanza (θηλ.ουσ)
abbondare (ρ.αμτβ.)
abbondevole (επίθ.)
abbondone (ουσ αρσ )
abbonimento (ουσ αρσ )
abbonire (ρ.αμτβ.)
abbonirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---