Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbonaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbonaˈmento] η συνδρομή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabbonamento [αρσ.] dell'autobus = η κάρτα απεριόριστων διαδρομών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |