Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abboccatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abbokkaˈtura]

1 αυλάκι
2 τοποθέτηση στο στόμα
3 στόμιο
4 στόμα
5 άνοιγμα
6 υλικό ξέχειλο σε δοχείο
7 ψωμί που είναι κοντά στο άνοιγμα του φούρνου και δεν έχει καλοψηθεί
8 κατάποση
9 χάψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abboccatoio abbocconare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abboccamento (ουσ αρσ )
abboccare (ρ.αμτβ.)
abboccarsi (ρ.μ. (αντων.))
abboccato (επίθ.)
abboccatoio (ουσ αρσ )
abboccatura (θηλ.ουσ)
abbocconare (ρ. μτβ.)
abbonacciamento (ουσ αρσ )
abbonacciare (ρ.αμτβ.)
abbonacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonamento (ουσ αρσ )
abbonare (ρ. μτβ.)
abbonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbonato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbondante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbondantemente (επίρ.)
abbondanza (θηλ.ουσ)
abbondare (ρ.αμτβ.)
abbondevole (επίθ.)
abbondone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---