Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abboccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbokˈkare]

καταπίνω

abboccàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [abbokˈkarsi]

1 συνομιλώ
2 δίνω ή παίρνω συνέντευξη
3 συζητώ
4 συνδιαλέγομαι
5 κουβεντιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abboccamento abboccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbiosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbisciare (ρ. μτβ.)
abbisognare (ρ.αμτβ.)
abbittare (ρ. μτβ.)
abboccamento (ουσ αρσ )
abboccare (ρ.αμτβ.)
abboccarsi (ρ.μ. (αντων.))
abboccato (επίθ.)
abboccatoio (ουσ αρσ )
abboccatura (θηλ.ουσ)
abbocconare (ρ. μτβ.)
abbonacciamento (ουσ αρσ )
abbonacciare (ρ.αμτβ.)
abbonacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonamento (ουσ αρσ )
abbonare (ρ. μτβ.)
abbonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbonato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbondante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbondantemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---