Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbondànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [abbonˈdante]

μπολικός (-ή, -ό), άφθονος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbonato abbondantemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbonacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonamento (ουσ αρσ )
abbonare (ρ. μτβ.)
abbonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbonato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbondante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbondantemente (επίρ.)
abbondanza (θηλ.ουσ)
abbondare (ρ.αμτβ.)
abbondevole (επίθ.)
abbondone (ουσ αρσ )
abbonimento (ουσ αρσ )
abbonire (ρ.αμτβ.)
abbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbordabile (επίθ.)
abbordaggio (ουσ αρσ )
abbordare (ρ.αμτβ.)
abbordare (ρ. μτβ.)
abbordo (ουσ αρσ )
abborracciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---