Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbonìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abboˈnire]

1 καθησυχάζω
2 καλμάρω
3 βελτιώνω
4 αναμορφώνω
5 κατευνάζω
6 ηρεμώ
7 κατευνάζω
8 ησυχάζω

abbonìrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [abboˈnirsi]

1 κατευνάζομαι
2 ηρεμώ
3 ησυχάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbonimento abbordabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbondanza (θηλ.ουσ)
abbondare (ρ.αμτβ.)
abbondevole (επίθ.)
abbondone (ουσ αρσ )
abbonimento (ουσ αρσ )
abbonire (ρ.αμτβ.)
abbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbordabile (επίθ.)
abbordaggio (ουσ αρσ )
abbordare (ρ.αμτβ.)
abbordare (ρ. μτβ.)
abbordo (ουσ αρσ )
abborracciamento (ουσ αρσ )
abborracciare (ρ. μτβ.)
abborracciatamente (επίρ.)
abborracciato (επίθ.)
abborracciatore (ουσ αρσ )
abborracciatura (θηλ.ουσ)
abborraccio (ουσ αρσ )
abborraccione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---