Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabborraccióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abborratˈʧone] 1 αρπακόλλας 2 αρπακολλατζής 3 τσαπατσούλης 4 αυτός που αποκτά επιπόλαιη και ρηχή γνώση 5 προχειρολόγος 6 τσαλαβούτας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |