Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbottonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abbottoˈnare]

κουμπώνω

abbottonàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbottoˈnarsi]

1 κλείνω το στόμα μου
2 κλείνομαι
3 κουμπώνομαι
4 σωπαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbottarsi abbottonato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abborracciatura (θηλ.ουσ)
abborraccio (ουσ αρσ )
abborraccione (ουσ αρσ )
abbottare (ρ. μτβ.)
abbottarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbottonare (ρ. μτβ.)
abbottonarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbottonato (επίθ.)
abbottonatura (θηλ.ουσ)
abbozzacchiare (ρ. μτβ.)
abbozzare (ρ.αμτβ.)
abbozzata (θηλ.ουσ)
abbozzaticcio (επίθ.)
abbozzo (ουσ αρσ )
abbozzolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciaboschi (ουσ αρσ )
abbracciabosco (ουσ αρσ )
abbracciafusto (επίθ.)
abbracciamento (ουσ αρσ )
abbracciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---